πύρνος

πύρνος
πύρνος
Grammatical information: m.
Meaning: ψωμός H.; meaning already in antiquity debated; cf. e.g. H. (s. also above): πύρνοι ζειαὶ καὶ σιτώδεις(?). η ὁ κατειργασμένος σῖτος. ἄλλοι χόρτος, ἄλλοι μαγίδα; πύρνα δρύφη, κλάσματα, σιτία.
Other forms: πύρνον acc. sg. (ο 312, ρ 12: coordinated with κοτύλήν, Lyc. 639), πύρνα (σῖτα : σῖτος) acc. pl. (ρ 362), φηγίνων πύρνων gen. pl. (Lyc. 482).
Compounds: As 1. member in πυρνο-τόκος ἄρουρα (Hymn. Is.).
Derivatives: πύρνηται ἐσθίηται H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Obsolete word without etymology. By Fick BB 16, 284 compared with πορύναν μαγίδα and τορύνη σιτῶδές τι H., to which would also belong Skt. cárvati `grind, masticate' with cūrṇam n. `powder, flour'; so IE *kʷeru- (WP. 1, 519, Pok. 642), which requires for τορύνη an older *τερύνα. In this way a.o. the υ-vowel in πύρνος remains unclear; cf. Bechtel Lex. s.v. Acc. to Szemerényi Syncope in Greek and I.-Eur. 29 ff. (with sch. Od.) syncopated from πύρινος (from πυρός `wheat'); for several reasons contestable. -- Furnée 370 connects the word with Basque ap(h)ur `crumb', Bearn. purre `small bread of mais'; unreliable. But the word may well be Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,630-631

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πύρνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρνος — ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῡ ἄρτου» 3. στον πληθ. πύρνοι (κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • πύρνοι — πύρνος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρνους — πύρνος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… …   Dictionary of Greek

  • πυρναίος — αία, ον, Α κατάλληλος για βρώση, εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος* ή πύρνον + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

  • πυρνοτόκος — ον, Α (για εδαφική έκταση) αυτός που παράγει τροφή («πυρνοτόκος ἄρουρα», Υμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. καρπο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • πύρνον — τὸ, Α 1. σταρένιο ψωμί 2. (κυρίως) ψωμί από αλεύρι με πίτυρα 3. τροφή, φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πύρνος* με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ύρνηται — Α [πύρνος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐσθίηται» …   Dictionary of Greek

  • πύρνον — wheaten bread neut nom/voc/acc sg πύρνος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρνου — πύρνον wheaten bread neut gen sg πύρνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”